ποντοπλάνος

ποντοπλάνος
ποντο-πλάνος [pron. full] [ᾰ], ον, ([etym.] πλάνη) = foreg., δελφῖνες, νῆες, ib.24.8, 75.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποντοπλάνος — ον, Α αυτός που πλανάται ανά τα πελάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερημο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • ποντοπλάνοι — ποντοπλάνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπλάνοις — ποντοπλάνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”